άνοικος

άνοικος
ἄνοικος, -ον (Α) [οίκος]
αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄνοικος — houseless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοϊκός — ή, ό(ν) αυτός που πάσχει από άνοια …   Dictionary of Greek

  • ἄνοικον — ἄνοικος houseless masc/fem acc sg ἄνοικος houseless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίκους — ἄνοικος houseless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνοικοι — ἄνοικος houseless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”